- τορπιλ(λ)οσωλήνας
- ο, Ν(στρ.-ναυτ.) ο τορπιλοβλητικός σωλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + σωλήνας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τορπιλ(λ)οβλητικός — ή, ό, Ν 1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών 2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο βλητικός. Η λ., στον τ.… … Dictionary of Greek